καταχωρεῖν

καταχωρεῖν
καταχωρέω
yield
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταχωρώ — (Α καταχωρῶ, έω) νεοελλ. καταχωρίζω* αρχ. 1. υποχωρώ ως προς κάτι, παραιτούμαι από κάτι 2. παραδίδω κάτι σε κάποιον («τοὺς τόκους καταχωρεῑν... ἐς τὸ θεῑον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χωρῶ (< χωρῶ < χῶρος), πρβλ. ανα χωρώ, υπο χωρώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”